ελυτροειδής

ελυτροειδής
-ές (AM ἐλυτροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με έλυτρο
νεοελλ.
φρ.
1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» — χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο
2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» — προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τενοντελυτροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τενόντιου ελύτρου, μικροβιακής αιτιολογίας ή οφειλόμενη σε επαγγελματική ή αθλητική καταπόνηση ή σε προηγηθείσα κάκωση, αλλ. τενοντοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenovaginitis < teno… …   Dictionary of Greek

  • elytroid — ˈelə.ˌtrȯid adjective Etymology: elytr + oid : resembling an elytron * * * /el i troyd /, adj. resembling an elytron. [1860 65; ELYTR(ON) + OID] * * * elytroid, a. (ˈɛlɪtrɔɪd) [ad. Gr. ἐλυτροειδής, f. ἔλυτρον sheath + εἶδος form.] Resembling an… …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”