- ελυτροειδής
- -ές (AM ἐλυτροειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με έλυτρονεοελλ.φρ.1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» — χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» — προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο).
Dictionary of Greek. 2013.